Η ασπαρτάμη είναι μια συνθετική, μη θρεπτική, γλυκαντική ουσία που κυκλοφορεί στην αγορά με διάφορα εμπορικά ονόματα και χρησιμοποιείται ευρύτατα ως υποκατάστατο της ζάχαρης.
Από χημική άποψη είναι ένα διπεπτίδιο αποτελούμενο από τα αμινοξέα L-ασπαρτικό οξύ και L-φαινυλαλανίνη της οποίας το καρβοξύλιο είναι εστεροποιημένο με μεθανόλη.
Μετά την εισαγωγή της στον οργανισμό, η ασπαρτάμη μεταβολίζεται στο έντερο παρέχοντας τρία συστατικά: ασπαρτικό οξύ, φαινυλανανίνη και μεθανόλη. Όλες αυτές οι ουσίες απορροφούνται φυσιολογικά από τον οργανισμό.
Η ασπαρτάμη έχει την ίδια θερμιδική αξία με τη ζάχαρη, είναι όμως 200 φορές πιο γλυκιά. Για το λόγο αυτό απαιτείται ελάχιστη ποσότητα ασπαρτάμης για να προσδώσει την ίδια γλυκύτητα σε ένα τρόφιμο ή ποτό, γεγονός που σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν έχει θερμίδες (χαρακτηρίζεται «μη θερμιδογόνος»).
Η χρήση της έχει εγκριθεί τα τελευταία 20 χρόνια σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο από το 1984 και έχει ταξινομηθεί ως πρόσθετο τροφίμων με τον αριθμό Ε-951.
Ωστόσο, υπάρχουν και ανησυχητικές έρευνες όσον αφορά την ασφάλεια της ασπαρτάμης. Το 2005, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ramazzini ανακοίνωσε τα αποτελέσματα τοξικολογικών ερευνών που συνδέουν την ασπαρτάμη με καρκινογένεση σε ποντίκια.
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η ασπαρτάμη ακόμα και σε πολύ χαμηλές δόσεις προκαλούσε λεμφώματα και λευχαιμία σε θηλυκά ποντίκια. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) αξιολογώντας τις μελέτες Ramazzini των ετών 2006-2009, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχουν ερευνητικά σφάλματα. Σήμερα οι επιστήμονες της EFSA έχουν αξιολογήσει περίπου 500 επιστημονικές έρευνες που αφορούν την ασπαρτάμη (θετικές και αρνητικές) και βεβαιώνουν ότι η λήψη της είναι ασφαλής όταν καταναλώνεται εντός των επιτρεπόμενων ορίων.
Το επιτρεπόμενο όριο λήψης είναι 40 mg/κιλό βάρους για την Ευρώπη και 50 mg/kg βάρους για τις ΗΠΑ. Τα όρια αυτά αφορούν υγιείς ενηλίκους και διαβητικούς.